χροιά — χροιά̱ , χροιά sign. fem nom/voc/acc dual (ionic) χροιά̱ , χροιά sign. fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χροιᾷ — χροιά sign. fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χροιά — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. χρόα και επικ. και ιων. τ. χροιή Α 1. χρώμα, χρωματισμός (α. «αυτό το πλακάκι έχει παράξενη χροιά» β. «αἱ χρόαι ἅπασαι μεμιγμέναι ἐκ τριῶν, τοῡ φωτός, καὶ δι ὧν φαίνεται τὸ φῶς, καὶ τῶν ὑποκειμένων χρωμάτων», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
χροιά — η 1. χρώμα, απόχρωση: Είναι κίτρινη η χροιά του προσώπου του. 2. μορφή, χαρακτήρας: Τα λόγια του είχαν χροιά υποχώρησης και συμβιβασμού. 3. απόχρωση ήχου, το ποιόν του ήχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χροιᾶι — χροιᾷ , χροιά sign. fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χροιάν — χροιά̱ν , χροιά sign. fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χροιάς — χροιά̱ς , χροιά sign. fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρόαι — χροιά sign. fem nom/voc pl (attic) χρόᾱͅ , χροιά sign. fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χροιαῖς — χροιά sign. fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χροιαῖσιν — χροιά sign. fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χροιαί — χροιά sign. fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)